- ανεπιστημονικός
- -ή, -ό (Α ἀνεπιστημονικός, -ή, -όν)αυτός που δεν στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεπιστημονικῇ — ἀνεπιστημονικός non scientific fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)